- σέρβουλον
- τὸ, Μσυν. στον πληθ. τὰ σέρβουλαπαπούτσια από ακατέργαστο δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. servulus «μικρός δούλος» < servus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
τσερβούλι — και τσαρβούλι, το, Ν τσαρούχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέρβουλον «παπούτσι από ακατέργαστο δέρμα», μέσω ενός υποκορ. *σερβούλιον (για την τροπή τού σ σε τσ πρβλ. κό τσ υφας< κό σσ υφος)] … Dictionary of Greek